26/2/15

χασιλώνω



χασιλώνω[1]
Ax αυτός ο παντοκράτωρ χρόνος
Ανεπαίσθητα σιωπηλά
Ανάλαφρα βελουδένια βήματα
Χαράσσει τα άσβηστα
Σημάδια της
Αυτοκρατορίας του
Εξ απήνης
Βρίσκεσαι δούλος
Απλώνει τις ανεπιθύμητες
Χερούκλες του
Σε κάθε μικροσκοπικό κύτταρο
Με ατσάλινο καλέμι
Εγχάραξη
Αδυσώπητα οξέα
Διαχέονται
Δρόμος χωρίς γυρισμό
Δρόμος προς φθορά
Φθίση
Παλαίωση
Ανελέητα κάτοπτρα
Διεκδικητές της Αληθείας
άπιστα ομματογιάλα
Γκριμάτσα στον αδιάφορο
Κατρίφτη[2]
Αξίζει μια γερόκοτα σαράντα πουλακίδες (;)



[1] χασιλώνω = γίνομαι σαν λαπάς (φαγητό), μεταφ. γηράσκω

[2] κατρίφτης = καθρέφτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου