27/12/18

Παγωσία


Παγωσία[1]
Πόση χαρά μου έδινε κάποτε
Η άπιστη εικόνα σου
Σκιά παντοδύναμη
Πως εξαφάνιζε
Όλη την μιζέρια



















Φωτεινό ηλιόλουστο παράθυρο
Στην γκρίζα ζώνη
Τεφρού λυκόφωτος
Γλυκό κρασάκι
Ανάλαφρο πέταγε το σώμα
Η απελπισμένη ψυχή
Αγαλλίαση ευφροσύνη
Παυσίπονη ψευδαίσθηση
Απλώνονταν αβίαστα 
Φυσικά
Όλη η πλάση γιόρταζε
Ζωηροί χορευτές
Οι ματαιωμένοι
Ξέγνοιαστο τραγούδι
Οι θόρυβοι της πόλης
Τώρα μακρινός
Απέναντι μου στέκεσαι
Σε κρίνω  και σε κατακρίνω
Αμείλικτος αδέκαστος δικαστής
Εσχάτη των ποινών
Η προτέρα χαρά
Ανύπαρκτη
Χωρίς ελαφρυντικά
Καταδικάζεσαι
Φόνος εξ αδιαφορίας
Φονεύθηκε ο άδολος αγαθός έρωτας
Εκτός
Σβήνεσαι
Εκεί στην αφάνεια
Στην αδιαφορία
Χωνεύεσαι[2]  στην παγερή πόλη



 


[1]παγωσία =παγωνιά, παγετός

[2] χωνεύω =χωνεύω, λειώνω (μέταλλο), παύω ν’ αναδίδω φλόγα (πυρά), γίνομαι αφανής, εξαφανίζομαι


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου