10/4/19

Σκουντούλα αγάπης

Άνθισαν πάλι αφρόντιστα
Οι κουρασμένες νεραντζιές
Αψηφώντας του χρόνου την λέρα
Αθόρυβα μυστικά
Σκορπίζουν την πλάνα
Ευωδιά τους
Την ευωδιά της Άνοιξης
Της ανέφικτης προσδοκίας
Εισδύει απαλά
Διαπερνά οδυνηρά
Τα πονεμένα φυλλοκάρδα
Χαρμολύπη ξεχειλίζει
Γλυκιά η ζωή
Αναδύεται μέσα
από την σκονισμένη πόλη
Χαμογελά ξένοιαστα η Άνοιξη
Απαλή σιγανή ηχώ
Στα σφικτά χείλη
Χαλαρώνουν αθέλητα
Αφήνονται στο ηδύ
Απρόσιτο όνειρο
Σκουντουλίζει[1]
Το άρωμα της αγάπης
Ξαφνιάζει
Αγνή αθώα επιθυμία
Παρασύρει σε τόπους
Απάτητους επιθυμητούς
Απρόσιτους και κοντινούς
Ξυπνά το υπνωτισμένο σώμα
Αφήνεται ακυβέρνητα
Μάταια
και αυτό το έαρ
Στην μυρωμένη άπιαστη Ελπίδα 
 




[1] σκουντουλίζω =ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου