1/8/20

Κάμα


Φλογισμένα μεσημεριανά
Παιδικά λιθάρια
Γέμιζαν τότε τους δρόμους
Άχνιζαν
Σιωπηλοί έρημοι
Σώπαιναν ζώα πουλιά
Τα λουλούδια έγερναν
Τα όμορφα κεφάλια τους
Υπνωτισμένα διψασμένα
Οι συκιές σκόρπαγαν
Μύρα βαριά μεθυστικά
Ο αέρας στέγνωνε
Αραίωνε διαλύονταν 
Η κάμαρα σκοτεινή
Υποχρεωτική ξεκούραση
Βαριές κουρασμένες ανάσες
Ο ύπνος τριγυρνούσε
Πηγαινοερχόταν
Διστακτικός 
Ονειροφαντασίες
Φτερούγιζαν ασταμάτητα
Άνοιξες με προσοχή
Το κλειστό παράθυρο
Απόδραση στο εκτυφλωτικό φως
Στον εξαχνωμένο θολό ήλιο
Σκορπισμένο ζεστοπύριν[1] παντού
Δρόμοι για αναστενάρηδες
Πορφυρές πατούσες
Στεγνοί  βλεννογόνοι
Ανύπαρκτος αέρας
Το σώμα ανάβλυζε
Ο μυρωμένος ίδρως
Έρεε
Δρόσιζε για λίγο το χασεμένο[2] κορμί
Περπάταγες μόνη στο αγρόκαμαν[3]
Κανένας διαβάτης
Ελευθερία μοναχία
Αβάσταχτη ζεσταμονή[4]
Λάβα
Φωτιά και λάβρα
Και ο ένας θυμωμένος ήλιος
Τα έλιωνε αδυσώπητα όλα
 


[1] ζεστοπύριν =στάχτη στην οποία υπάρχουν αναμμένα κάρβουνα

[2] χασευτό =ζεστό, καυτό

[3] αγρόκαμαν =μέρος πολύ ζεστό

[4] ζεσταμονή =θερμότητα, ζεστασιά


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου