Νοτισμένο το σεντόνι
ηδεία ευωδιά ιδρώτα
μαυλιστική σαγηνευτική
επιθυμία να βουλιάξεις
να χαθείς εντός της
αταβιστικές μνήμες
ξεχύνονται αλόγιστες
ακυβέρνητες
αναπλασμένες
το χέρι μάταια ψάχνει
στα τυφλά
το έτερο σώμα
αθέλητα το αναζητεί στον κόσμο τον απέραντο
φεγγάρι πικρό αμίλητο
συνεργούσε με το θαμπό φως
ακάθαρτων λαμπτήρων
το σκότος ωχριούσε
ανάσαινε πάλι
η πόλη αγχωμένη
κυνηγούσε απατηλά ονείρατα
αγκομαχούσαν τα κλιματιστικά
ανυπόδητος στην θολή άσφαλτο
κρατούσε τρυφερή την λαύρα
της ημέρας
αθέατη κυνηγούσε
την αγαπημένη χίμαιρα
οι φύλακες βυθισμένοι
στα cell phones
εγέρθηκαν περιγελούσαν
κάγχαζαν
And then την άφησαν ήσυχη
να περιπλανάται
γεμάτα εξάλλου τα madhouses
σκέφτηκαν
τις άλλες σκιές ικέτευε
αν συναντήσουν το όνειρο της
να του πουν
πως περιμένει πάντα
και τότε αυτές της δείξανε
τα ματωμένα πόδια
τα χέρια τα στεγνά
τα σκελετωμένα
και το μαχαίρι το αιχμηρό
βαθιά μες την καρδιά
αιώνες τώρα
μένουνε με αδειανή αγκάλα[2]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου