6/9/20

ρδόμος


ρδόμος[1]

Νοτισμένο το σεντόνι

ηδεία ευωδιά ιδρώτα

μαυλιστική σαγηνευτική

επιθυμία να βουλιάξεις

να χαθείς εντός της

αταβιστικές μνήμες

ξεχύνονται αλόγιστες

ακυβέρνητες

αναπλασμένες

το χέρι μάταια ψάχνει

στα τυφλά 

το έτερο σώμα

αθέλητα το αναζητεί στον κόσμο τον απέραντο

φεγγάρι πικρό αμίλητο

συνεργούσε με το θαμπό φως

ακάθαρτων λαμπτήρων

το σκότος ωχριούσε

ανάσαινε πάλι

η πόλη αγχωμένη

κυνηγούσε απατηλά ονείρατα

αγκομαχούσαν τα κλιματιστικά

ανυπόδητος στην θολή άσφαλτο

κρατούσε  τρυφερή την λαύρα

της ημέρας

αθέατη κυνηγούσε

την αγαπημένη χίμαιρα

οι φύλακες βυθισμένοι

στα cell phones

εγέρθηκαν περιγελούσαν

κάγχαζαν

And then την άφησαν ήσυχη

να περιπλανάται

γεμάτα εξάλλου τα madhouses

σκέφτηκαν

τις άλλες σκιές ικέτευε

αν συναντήσουν το όνειρο της

να του πουν 

πως περιμένει πάντα

και τότε αυτές της δείξανε

τα ματωμένα πόδια

τα χέρια τα στεγνά

τα σκελετωμένα 

και το μαχαίρι το αιχμηρό

βαθιά μες την καρδιά

αιώνες τώρα

μένουνε με αδειανή αγκάλα[2]  




[1] ρδόμος =δρόμος

 [2] αγκάλα =αγκαλιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου