Ο χουλιέν ηλιάκος
Έστελνε θλιμμένες
ακτίνες
Στο ταπεινό κέρμα
Άστραφτε αυτό στο βλέμμα του
Ξεχώριζε στην χιλιοπατημένη
Μπαλωμένη άσφαλτο
Σιγοτραγουδούσε
Άδραξέ με
Αφέθηκε περιφρονημένο
Ο έρημος δρόμος όμως έσπειρε
άλλους ανώφελους προβληματισμούς
άλλους υποτιμημένους
Γυαλιστερούς παράδες
Στα βιαστικά πόδια
Που φώναζαν
We are yours
Υπερηφάνεια
Δεν έσκυψε να μαζέψει
Τα ταπεινά ψιχία πιπτόντων
Από απρόσεκτα χέρια
Περιφρόνησε την σκαιά τύχη
Τα μίζερα δώρα της
Περιμένει
Την γοητευτική αποδεχτή
Συνταρακτική αύρα
Να παρασύρει
Αξιοσέβαστα βαριά καθαρά χαρτονομίσματα
Να γεμίσουν τα άδεια χέρια
Σκέφτεται αυτούς τους σημαντικούς
Αγνώστους τα αδιάκριτα drones
Που ασταμάτητα παρακολουθούν
Δεν σκύβει να μαζέψει
τα θλιβερά θουρμούλια [1]
που πετά η χαιρέκακη
ζωή
άλλοι θα πανηγύριζαν
θα σκότωναν
για λιγότερα
but
ελπίζει
περιμένει ακόμα ακούραστα
την άλλη την μεγάλη ευκαιρία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου