2/5/20

Χοχόλωμαν



Χοχόλωμαν[1]

Χοχόλωσαν
σκόρπισαν
Παντού τα απορρίμματα τους
Λίπασμα μάταιο
Αδιάσπαστο
Χαλί τα σκουπίδια
Τα απαίσια
Υγρά χαρτομάντιλα
Στολίζουν τα σιωπηλά κλαδιά
Αιώνιοι σηματοδότες
Έραναν κάθε μαργαρίτα
Κάθε πορφυρή παπαρούνα
Ποτηράκια πλαστικά
Με αδιάσπαστα καλαμάκια 
Κουτιά από fast food
Κάθε είδους προφυλακτικά
Μεταλλικά κουτάκια
Ιλαρής μέθης
Δυναμωτικά
Σπασμένα και μη
Μπουκάλια
Υπόσχεση ευεξίας
Πλαστικές σακούλες
Χορεύουν
Ξεκουράζονται
Σε όποιο κλαδί
Τις αρπάξει  
Ξεχειλίζουν οι κάδοι
Αγνώστου πατρότητας
Κανείς δεν τους φροντίζει
Η Άνοιξη όμως
Δεν πτοείται
Θάλλει ανάμεσα
Στην άγνοια στην αδιαφορία
Των ανθρώπων
Στολίζει με τα άνθη της
γενναιόδωρα
Τις αθώες βρωμιές τους

 



[1] χοχόλωμαν =το να κάνω σκουπίδια


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου