5/5/20

συντροφίασμαν


Άστραφτε στο φως του δειλινού
Το παρκαρισμένο στο μονοπάτι
Το κατάλευκο αγροτικό
4Χ4 μάλλον
καθαρό μεγαλόπρεπο
η σκόνη του δρόμου
δεν το άγγιζε
καταφύγιο για ερωτευμένους
μελισσοκόμος
ατυχείς συλλογισμοί
κουβέντες τάραζαν
το ροδαλό φως
ο ουρανός γλυκός
τα πουλιά αδιάφορα
συνέχιζαν παράλληλα
τους παθιασμένους
ατελείωτους διαλόγους
προσωρινά κυριαρχούσε
η απροσδιόριστη χαρά
η γλύκα του λυκόφωτος
το βλέμμα υψώθηκε
στην πλαγιά
ξέγνοιαστοι ρέμβαζαν
την θέα της πόλης
απλωμένη
σεμνή πέτρα αμίλητη
μέχρι την αχνή θάλασσα
ο Υμηττός η Πεντέλη
Λυκαβηττός
Θολή η Ακρόπολη
Η γηραιά αγαπημένη
Υπομονετικά περίμενε 
Την νύχτα που έρχονταν
Αργά
Το αεράκι έδιωξε μακριά
Την κάθε βρωμιά
Όλα αθώα καθαρά
Όλα γλυκά ευοίωνα
Ελπίδες σαν τα βραχύβια
Λεπτεπίλεπτα υμενόπτερα
Χόρευαν ελαφροπάτητες
Βιαστικά προσπέρασε
Χωρίς χαιρετία
Σε κάποιο άλλο σύμπαν
Απλά θα ανέβαινε
Σαν ένα κατσίκι
Ένα γεια
Θα κάθονταν να κουβεντιάσουν
Έχοντας την αιωνόβια πόλη
Αγκαλιά
Το βλέμμα να τρέχει
Να απλώνεται
Κουβέντες απλές καθημερινές
Ανάλαφρες
Αγαπημένες παραμυθίες
Ανθρώπινο συντροφίασμαν[1] 


[1] συντροφίασμαν =κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου