16/1/21

αγλήγορα

 






Μας άφηνε σιγά σιγά

Ο κουρασμένος ήλιος

Ρόδιζε ο ουρανός

Βαριεστημένη πλησίαζε η νύχτα

Στο γλυκό φως του δειλινού

Φάνηκαν

Ο ηλικιωμένος με την βακτηρία του

Σαστισμένο ανεπαίσθητα

Το βλέμμα του  

Αφοσιωμένος προσεκτικός

Στα μικρά

Δύσκολα βήματα

Στον πλατύ μονοπάτι

Δίπλα του ο γιος

Εγγονός

Ωραία εικόνα για να κλείσει

Η μέρα

Έκφραση αγάπης

Έφερε τον πατέρα του

Στο βουνό

Στην φύση στον ήλιο

στον ουρανό στα δέντρα

Μακριά από τους σκαιούς τοίχους

Τους ήχους της άκαμπτης πόλης

Να θυμηθεί

Τα παιδικά του χρόνια

Παιδί ελεύθερο

Κατσίκι

Στα βουνά

Έτρεχε ξυπόλυτος

Ημίγυμνο το στέρεο

Δυνατό κορμί

Πεινασμένο λαίμαργο

Τον πλημμύριζαν οι μυρωδιές

Τα θυμάρια οργίαζαν

Ανέτελλε ο ήλιος

Λαμπρός prosperous

Ανοικτός πανοραμικός ο ορίζοντας

Ελεύθερη η ματιά

Αγκάλιαζε την οικουμένη

Έλιωνε στο χέρι του

Την σκληρή πέτρα

Σαν μανταρίνι

Σκόρπιζαν οι χυμοί

Η μυρωδιά

Λαμπίριζαν στο φως

Της ρόδινης απαλής αυγούλας

Τραγούδαγε

Η φωνή του ύμνος

Στην ζήση

Την μαργιόλα 

Έφυγε αγλήγορα[1] αγλήγορα

Η μέρα

Αργά αργά

Βαδίζει στην άφεγγη νύχτα

Συντροφιά

Με τον στοργικό ήλιο της ζωής του

 

 

 



[1] αγλήγορα =γρήγορα, σύντομα, βιαστικά

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου