13 Μαρτίου 2025

The Long Hot Summer



επιμένει ο θέρος

εγωιστής

δεν αποφασίζει να αποχωρήσει

καταπατεί το άτολμο μοθοπώρ’[1]

υπομένει αμίλητο

ο ήλιος απατηλός

ζεσταίνει τα σαθρά

οστά

τα γλυκαίνει

τα παρασύρει

στην πονηρή θαλπωρή



στεγνώνουν οι χυμοί

ρυτίδες σκορπίζονται αφειδώς παντού

υποχωρεί το νερό

χάνεται

κυριάρχησε

το σκούρο βρώμικο της σκουριάς

εγκαταλελειμμένα ξεχασμένα

γερασμένα πλοία 

τα όμορφα φθινοπωρινά χρώματα

άφαντα

το αγαπημένο ζεστό πορτοκαλί

οι νοσταλγικές κίτρινες αποχρώσεις

δείλιασαν  όλα φοβισμένα

κρύφτηκαν



οι θάμνοι καίγονται

θρύβονται

σιγά σιγά

σιωπηλοί

σκοτεινοί



οι δρόμοι γεμάτοι

από διχασμένα  σώματα

αναποφάσιστα

μπουφάν και εξώπλατα

πολεμούν να επικρατήσουν

ειρωνεύονται αλλήλους



αλλάζουν οι διαθέσεις στο λεπτό

χαρά λύπη

ανακατεύονται συνθλίβονται

επανέρχονται

γαλάζιος ο ουρανός ανέφελος

γεμάτος διπρόσωπες υποκριτικές ελπίδες

τα πεζοδρόμια

μάταια περιμένουν

την βροχή

να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους ρύπους

να εξαγνιστούν

καιρός αίθριος άνυδρος

The Long Hot Summer



 



[1] το: φθινόπωρο

21 Δεκεμβρίου 2024

παλιατσαρία



ακούραστος ο παλιατζής

χρόνια τώρα το ίδιο τροπάρι

παίζει την ίδια κασέτα

τα πρωινά

μαζεύει τα αμάζευτα

πλάνης και πλάνητας

πιονέρος

στην ανακύκλωση


απαξιωμένος

γυρνά

ξαναγυρνά

στις γειτονιές

θέλει να μαζεύει κάθε είδος

ανεπιθύμητα μεταχειρισμένα

ευτελή αντικείμενα

καθαρίζει ταράτσες

υπόγεια

ενημερώνει

κερδίζει τα προς το ζην

με τα αχρείαστα για τους άλλους



και τώρα

αθέμιτος ανταγωνισμός

η ανταποδοτική  ανακύκλωση

οι ίνοξ κάδοι

ερμητικά κλειστοί

δυσκολεύεται η εργασία

και των ρακοσυλλεκτών

υπομονετικά

με ρίσκο



αναζητούν

από κάδο σε κάδο

ψιχία βίου

ανάμεσα

σε αιχμηρά μολυσματικά

δυσώδη απορρίμματα

σωτήρια παλιατσαρία 

επιβιώνουν καρτερικά

στην άξενη πόλη



 

20 Δεκεμβρίου 2024

ονέρ’τα






κάντε υπομονή

ο ουρανός γαλανός

ευχάριστο το κρύο

ο ήλιος έσβησε


τα μύρια

χριστουγεννιάτικα φωτάκια





ησυχία στην γειτονιά

τίποτα δεν ακούγεται

σώπασαν τα πουλάκια

οι μαθητές λούφαξαν

τα τροχοφόρα εξαφανίστηκαν

οι γάτες ηρέμησαν

τα σκυλιά της γειτονιάς

χουζουρεύουν 

κοιμάται η πόλις

κουρασμένη περιμένει τις γιορτές





άνθισε το μικρό

Morning glory  

ξεπρόβαλε μινιατούρα

λεπτή κομψή

άφοβη

ξεπροβάλλουν αθέλητα χαμόγελα





βαριεστημένα τα φυτά

αθόρυβα

ακρίδες κυκλοφορούν

διακριτικά

απρόσκλητες

λαίμαργες τσακίζουν

τα ωχρά φυλλαράκια







νωθρότητα

οκνώ

ανόητα

day dreams

χορεύουν ακούραστα

εμμονικά

να κλείσω τα νυσταγμένα

μάτια

να με παρασύρει





ο Μορφέας στην απατηλή χώρα του

σε ανάλαφρα ευχάριστα ονείρατα

ονέρ’τα[1]

με παραμυθένιο happy end







[1] ονέρ’τα, τα: τα όνειρα.

 

19 Δεκεμβρίου 2024

τα βράδια δεν περνούν



καλά είμαι

αλλά

τα βράδια δεν περνούν

τα βράδια είναι ατελείωτα

ακινητοποιημένη σε κρεβάτι

ένα μεγάλο μωρό 

αφήνεται

τώρα στα γηρατειά

σε ξένα χέρια

την φροντίζουν

την πλένουν



κοιτά το θολό ταβάνι

τους τοίχους με τα άσχετα κάδρα

την πιέζουν

την πλησιάζουν

την πλακώνουν

σε όλη της την ζωή

δούλευε έξω

στους κήπους

στα χωράφια

με κρύο παγωνιά

καύσωνες αέρηδες



σκυφτή

πάλευε με την σκληρή

άπονη αγαπημένη γη

φρόντιζε

τα ζώα

τις συντρόφισσες αγελάδες

τις φλύαρες κότες

παιδιά άντρα

από το χάραμα

προϋπαντούσε την αυγή

ρόδινη κατσούφα

σκοτεινή

κατευόδωνε

τον κυκλοθυμικό ήλιο



ακούραστη ακάματη

δεν ήξερε σχόλη

αργία

τα ροδοκόκκινα μάγουλα

κιτρίνισαν

το λείο στιλπνό δέρμα

μαράζωσε

το στητό λυγερό κορμί

λύγισε

δεν σταμάτησε

συνέχισε

να δουλεύει

τα Κολχόζ την ακολούθησαν

σε αυτήν την ελώδη περιοχή



τα κοντσέρτα που άκουσε

ήταν

τα ασταμάτητα κοάσματα

από τα φορφάκας[1]

στον  σκοτεινό αύλακα

την συντρόφευαν

τα αμέτρητα

αιμοδιψή κουνούπια

η μεγάλη κοιλιά της

ακουμπούσε

στα φυτά

και τα μωρά

μέσα της

μύριζαν

το βρεγμένο χώμα 

τα ισχυρά φυτοφάρμακα

τα άνθη του βαμβακιού

το καλαμπόκι



δουλειά δουλειά

ελάχιστα διαλείμματα

οδυνηροί θάνατοι

ίσως δεν ήξερε

τι χρώμα έχει ο ουρανός

τώρα κοιτά

γύρω της

το βλέμμα ψηλά

το άγνωστο τοπίο

τις λίγες αχτίδες

που ορμούν

από τις κλειστές κουρτίνες


η μυρωδιά από τις κοπριές

τα ζώα

από τα χωράφια εξαφανίστηκαν

απολυμαντικά ανθίζουν

πάστρα

πρέπει να είναι ευχαριστημένη

απόφυγε το γηροκομείο

την φροντίζουν

μόνη σε ένα δωμάτιο

στα στερνά

άχρηστοι απολογισμοί

τι κάνεις

σου χαμογελά

σε αναγνωρίζει

καλά

τα βράδια δεν περνούν

 

 




[1] φορφάκα, η: ο βάτραχος / τα φορφάκας.

 

18 Δεκεμβρίου 2024

αθέωτα



αθέωτα[1],



κοιτά με παράπονο

με πόνο

τα στρουθία

θέλει και αυτή απελπισμένα

σαν πουλί

να την αναζητήσει

το ταίρι της

να την διαλέξει

να  φτιάξουν  

μαζί αγαπημένοι

με αρμονία

την φωλιά τους

φυλλαράκι φυλλαράκι 

λάσπη και σάλιο

με υπομονή αγάπη



να κάτσει προσεκτικά

με σοβαρότητα

επιτελώντας

ιερό σκοπό

πάνω στα αυγουλάκια

και ο πατέρας

να την φροντίζει

θέλει να ακούσει

τους μακρινούς υπόηχους

το κέλυφος που σπάει



τα γυμνά σωματάκια

να ξεπροβάλλουν απορημένα

να ησυχάσει

τις τρομαγμένες κραυγές

θα απλώσει τις φτερούγες της

να σκεπάσει

να ζεστάνει

να προστατεύσει

τα κεφαλάκια

που υψώνονται πεινασμένα

ορθάνοιχτα τα ράμφη

που περιμένουν

την μασημένη τροφή



παρατηρεί

τα τρυφερά φτερά

που καλύπτουν το σώμα

προσεχτικά

πως φυτρώνουν

πετούν δισταχτικά

μεγαλώνουν φεύγουν

δεν συλλογιέται

την άδεια φωλιά

την ματαιότητα



επιθυμεί η άδεια μήτρα

να γεμίσει

να φουσκώσει

το σώμα το καλλίγραμμο

που διατηρεί

με τόσο κόπο και φροντίδα

να γεμίσει φλέβες

να παραμορφωθεί

λαχταρά την μητρότητα

όπως ο διψασμένος

στην έρημο για νερό

μα σε όλο το σύμπαν

δυστυχώς

δεν βρίσκει το

ποθητό ταίρι





[1] αθέωτα, επιρ.: αλύπητα, άσπλαχνα

17 Δεκεμβρίου 2024

άσπλαχνο ήμαρ



απόγευμα

επιστρέφουν κουρασμένοι

εργάτες από εργασία

μαύρη κακοπληρωμένη

νορμάλ

υπάλληλοι

επισκέπτες

ανακατεμένοι

η παλιά μαδημένη

στραπατσαρισμένη φυσαρμόνικα

αγκομαχά υπέρβαρη

τους χωρά όλους



ανεβαίνοντας την Αλεξάνδρας

συνωστισμός

καρφίτσα δεν πέφτει

σαρδέλες σε παλιά κονσέρβα

αποπνικτική ατμόσφαιρα

αέρας λιγοστός

αντιπροσωπίες

από όλες τις φυλές του κόσμου

ήχοι της Βαβέλ

σταθμός μετρό

πολύβουος



το φαρμακείο ΕΦΚΑ

ανοιχτό ακόμα  

περιμένουν υπομονετικά

οι καρκινοπαθείς

αναμνήσεις πικρές

το κτίριο της αστυνομίας

φρουρός της έννομης τάξης

ακίνητο στέρεο σιωπηλό



Ο Άγιος Σάββας

σιωπηλός βουρκωμένος

Ιώβ

αναζητώντας ανύπαρχτα αμαρτήματα

ψάχνοντας το γιατί

μπάλα είναι

και κάνει το δικά της

ιαχές θριάμβου

και πόνου ανακατεύονται



τα προσφυγικά

γερνούν επιμένουν

μαδημένα δέντρα

κεραίες συνθήματα

λάβαρα 

η δικαιοσύνη

καθαρή στέρεα

τυφλή κουφή άλαλη

ευτυχισμένη

αστράφτει

στο μαλακό φως

του ήλιου που αποχωρεί

συλλογισμένος



γυρνούν σπίτι

ίσως ένα ζεστό πιάτο

περιμένει

μια ελπίδα να παλεύει

να επιβιώσει σε ένα κρύο σπίτι

το γέλιο ενός παιδιού

να σβήνει

το καθημερινό άγχος

τον φόβο την καταπίεση

βραδιάζει στην πόλη

κουρνιάζουν τα στρουθιά 



12 Δεκεμβρίου 2024

λωμόπα



λωμόπα[1]



kai είναι τα λώματα

και όλα

ούτε καινούργια

ούτε πολύ παλιά

δεν είναι νέοι

δεν είναι γέροι

αναδύουν

 μυρωδιά

χρήσης πολύκαιρης κουρασμένης  

νευρικιάς



μια μελλοντική μούχλα

αχνοφαίνεται

λικνίζεται

σίγουρη

απλώνει πέπλα  

γκριζωπά

δεν είναι για πέταμα

τα λωμόπα

μα δεν λάμπουν

αστεράκια ζηλευτά



καθένα και μια ανάμνηση

κάτι από χαμένη ζωή

είναι γερά κολλημένο

δύσκολο να το αποχωριστείς

και ακόμα πιο δύσκολο

να διαλέξεις

κάτι καινούργιο

γέρναμε όλοι μαζί

σκυθρωποί

μα δεν

αποχωρούμε από την σκηνή



κομπάρσοι πρωταγωνιστές

παραμένουμε

εμμονικοί 

η παλιά θαμπή αυλαία

έχει πέσει προ πολλού

τα φώτα έχουν σβήσει

γλεντούν

το αδιάφορο  κοινό 

οι αγχωμένοι ηθοποιοί

σε μεσονύχτια

ξέγνοιαστα καμπαρέ



μάσκες κολλημένες

πρόσωπα

χαμένα  μοναχικά

ξεθωριάζουν λιώνουν

ράκη

αργοστριφογυρίζουν

άρρυθμα βλοσυρά  

ψάχνεις λώματα

να σκεπάσεις την φθορά

λερναία ύδρα

θάλλει σταθερά





[1]λώματα, τα: τα ρούχα / λωμόπα = ρουχαλάκια.

 

11 Δεκεμβρίου 2024

Don't worry bout a thing, γεροντάματα

 


Don't worry bout a thing,

γεροντάματα

ατρόμητο

Αττίλας

το γήρας επελαύνει

αδίστακτο άκαρδο

αδιάφορο

αφήνει στεγνή άκαρπη γη

γύρω του

εισβάλει

παντού

καταπατεί αυθαίρετα

άτσαλα 

χαιρέκακα



σκορπίζει ζόφο

ψυχή και σώμα

πλήττονται ανεπανόρθωτα

από θανατικά τζουνάμια

τίποτα δεν μένει ανεπηρέαστο

αυλάκια στο άνυδρο δέρμα

πλισέ καλύπτουν τα πάντα



τρίχες φυτρώνουν

εκεί που δεν τις σπέρνουν

σκληρές εύρωστες

ενώ αποχωρούν φοβισμένες

αδύναμες

πέφτουν

σαν εύθρυπτα άσχημα

φθινοπωρινά φύλλα

οι hair του τριχωτού τις κεφαλής

λεκιασμένο το δέρμα

από ανεξίτηλες καφετιές κηλίδες 



αγώνας για επιβίωση

αγώνας για να κρατηθεί

έστω και για λίγο

η επιθυμητή άπιστη νιότη

έχει εγκαταλείψει προ πολλού

έχει ξεχάσει

πίδακες ασυμμάζευτοι γκρίνιας

παραπόνων

ματαιώσεων

ξεπετάγονται ολούθε



και εκεί στο καθρέπτη

ξεπροβάλλει μια άγνωστη

πικραμένη μορφή

χαμογελά κιτρινισμένα

όλα καλά



Don't worry bout a thing,
'Cause every little thing is gonna be all right.