27/4/16

Εξώπαρμαν



Εξώπαρμαν[1]

Αχ το αφελές γεροντοκόριτζο
Ελπίζει ανόητα ακόμα
Κρεμιέται  από σαθρή
Ερωτική ίνα
Χάσκει το απύθμενο βάραθρο
Γεμάτες πληγές οι παλάμες
Οδεύει
νυπόδητος
Στην αιχμηρή ατροπό
Ολίγα ψιχία που πέφτουνε
Άθελα από το τραπέζι
Του αδιάφορου τοτέμ
Είναι αρκετά να αλλάξουν
Το άστατο θυμικό
Να χορτάσει
Να γεμίσει ο κόσμος αγάπη
Ελαφρύ το φορτίο
Λιώνει εκμηδενίζεται
Η κακία
Ελπίζει
Αυτή η ασήκωτη νεανική ψυχή
Εγκλωβισμένη
Σε πλασμολυσμένο σαρκίο
Σεσημασμένο από τον χρόνο
αθέατες πληγές
Άστοργου έρωτα
Επιμένει
Επιθυμεί την αγάπη
Να έρθει δροσερό νερό
Στα αφυδατωμένα χείλη
Ίαμα να ιάνει
Τις αθεράπευτες πληγές
Να χορτάσει η άσιτη αφή
Το μακρινό χάδι
Να αποκοιμηθεί
Η ζοφερή αγωνία
Γαλήνια
Αδύναμη
Να φύγει
Να πεθάνει



[1] εξωπαίρω = παρεκτρέπομαι ηθικώς, ονειροπόλος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου