αλλομίαν[1] ήρθες απρόσκλητος
ανεπιθύμητος
πέτρα του Σίσυφου στο στήθος
ασήκωτο το κορμί
ο γλυκός ήλιος, τα σοφά έλατα
ο γαλανός ουρανός
οι ανέμελες κελαηδίες[2]
των ντροπαλών πουλιών
τα ταπεινά ρόδινα
αγαπημένα κυκλάμινα
ανίσχυρα
έφερες το πίκραιμαν[3]
αθόρυβο, αθέατο
πανίσχυρο
υψώνεται το βουνό
υπομονετικό
τα γέλια των παιδιών
τα αστεία
σκορπίζουν στο δροσερό αεράκι
μακριά η κορυφή
there’s no cure
ανόητη ψυχή
νοσηρή
άπλωσε η αγαθή φύση
την ευωδιαστή αγκαλιά της
με παρέσυρε στον
χαρούμενο χορό της
τα δάκρυα έγιναν ιδρώτας
κύλησαν απομάκρυναν την μορφή σου
το πονεμένο άρρωστο νερό
πίκρανε το χώμα
το σώμα ανάλαφρο
κάθαρση
ψηλά το κεφάλι
ο ήλος smiles καλόκαρδα
έριξε ανεμόσκαλα
πιάστηκα
ανέβηκα βύθισμα
κουρταρομονή[4]
I will survive
la vie est belle
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου