17/5/16

παρακάλεμαν



...για τον πρωινό καφέ.
πρόλαβα; 


παρακάλεμαν[1]
 











Μου λείπεις κακό μωράκι
Με αφήνεις
Μόνη στον απέραντο άξενο κόσμο
Μαραίνομαι μακριά σου
Λαμπερέ ήλιε μου
Έλα
Να ζεσταίνεις την παγωμένη μου
Ψυχούλα
Να λιώσει η παγωνιά
Νερό να ξεδιψάσει
Τα στεγνά φύλλα
Να αποκτήσει το κορμί
Τον χαμένο μυϊκό τόνο
Πλημμυρίζει η πεινασμένη αγάπη
Άσιτη έρημη παλεύει
Αστήρικτη έρπει
Στην  αιχμηρή Ανοπαία ατραπό της μοναξιάς
Θλιβερή σιωπηλή Επαίτισα
Ζαρώνει στο περιθώριο
Αναμένει
Τον πενιχρό οβολό
Να ανθίσει η ζωή
Η χαρά να συντροφεύσει
Η νοσταλγία για το όνειρο
Eικόν’ αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ έχω,
Πόσο μεθύσι μέθυσα ένας θεός το ξέρει
Πόσο πολύ εδίψασα
Συ  δ  σπγγον ξους κα σσπ
προσηνέγκεις  



[1] παρακάλεμαν = παράκληση, ικεσία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου