2/7/16

άφισμαν





Το δόκανο της θλίψης
Μάγκωσε την αστήρικτη ψυχή
Παραδόθηκε αμαχητί
Απαθής, ασάλευτη
Ατενίζει το απόλυτο κενό




Μαχαίρι δίκοπο στα σπλάγχνα
Φαρμάκι
Η αλλότρια χαρά
Η ευφρόσυνη φωνή
Προσδοκία ευοδώνεται
Η υπέρτατη ευφορία της προσδοκίας
Ξεχειλίζει
Όλα αισιόδοξα ιλαρά





Το όνειρο της δόθηκε εύκολα αλλού
Διορατική sensitive η ψυχή
αντιλαμβάνεται
τάχατες τα facts
or creatures λυπητερές ιστορίες
Μερακλανεύκεται[1]
Βυθίζεται με  ηδονή
Στην υπαρκτή ή μη θλίψη
Αδιάφορο
Ίδιες consequences
Εγκαταλείφθηκε στην ερημίαν
Του κόσμου
Στα παγωμένα  τάφταρα[2]
Άσπλαχνο άφισμαν[3]
ερημάδιν[4]



[1] μερακλανεύκομαι = με καταλαμβάνει μεράκι, μελαγχολώ

[2] τάφταρα = έγκατα, βάθη

[3] άφισμαν = εγκατάλειψη

[4] ερημάδιν = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου