Τελευταίος παρουσιάστηκε στον κύριο
Εκείνος ο δούλος με το ένα τάλαντον
Θαρραλέα είπε
Κύριε γνώριζα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος
Θερίζεις τους ξένους καρπούς
Που δεν έσπειρες
Μαζεύεις τον μόχθο των άλλων
Σε φοβάμαι
Οδηγίες δεν μου έδωσες
Φοβήθηκα μην το χάσω
Αντί να αγοράσω το ψωμί μου
Βαθιά στην σιωπηλή γη
Το έκρυψα
Σε ασφάλεια
Το πολύτιμο σου τάλαντον
Ούτε περισσότερο
Ούτε λιγότερο
Δεν θέρισα από χωράφια αλλότρια
Δεν μάζεψα από εκεί που δεν σκόρπισα
Εξοργισμένος ο κύριος
Του απάντησε
Πονηρέ δούλε τεμπέλη
Γνώριζες καλά
Ότι θερίζω τους καρπούς των άλλων
Μαζεύω εκεί
Όπου δεν σκόρπισα
Όφειλες να βάλεις το ασήμι μου
Για να ωφεληθούν τραπεζίτες
Για να κερδίσω και εγώ
το τάλαντο μου
Να δοθεί σε αυτόν που έχει
Τα πιο πολλά
Επειδή το γνωρίζετε καλά
Όπως πάντα
Σε αυτόν που έχει πολλά
Θα δίδονται και άλλα
Και πολλά περισσότερα
Αυτός που δεν έχει
Θα του αφαιρείται και αυτό
Ο άθλιος δούλος
να συρθεί στην μαύρη κόλαση
επί της γης
στην φτώχεια και στην ανέχεια
Στο πυρ το εξώτερο
Εκεί που περισσεύει
Ο φόβος
Το κλάμα δεν σταματά
Τα δόντια τρίζουν από τρόμο
Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου