4/4/20

ψευτοφούλιρον



Τι και αν τον ξεπέρασε
Αν έγινε πιο ξένος
Από τον ξένο
Μια πονηρή μικρή
Ελπιδούλα
Ακάλεστη κυκλοφορούσε
Στον συγχυσμένο νου
Σαν καλοκαιρινή μύγα
Ζουζούνιζε κόλλαγε
Όπου έβρισκε
Γυμνό νοτισμένο δέρμα
Χανόταν
Ξαναγύρισε
Επέμενε
Εροθυμία[1] διαχύθηκε
για κείνα
που απεγνωσμένα ήθελε
ονειρεύτηκε
και ποτέ δεν ήρθανε
για κείνα που έρμα
βασανισμένα
αργοπεθαίνανε
θάφτηκαν τα αποκαΐδια
κάτω από τόνους πόνου
και πάλι
σαν γαιοσκώληκας
τυφλός και πονηρός 
μέσα από τύρφη
μέσα από τα συντρίμμια
βρήκε δρόμο
πλημμύρα nostalgiaς
Fiction
αθέλητα
ένα γλυκόπικρο δειλό μειδίαμα
το κορμί ησυχάζει
το βλέμμα χάνεται
αφήνεται στο άυλο
σφικτά απεγνωσμένα
κρατά στα αμίλητα χέρια
το σκουριασμένο
ψευτοφούλιρον[2]



[1] εροθυμώ =νοσταλγώ

[2] ψευτοφούλιρον =ψεύτικο ομοίωμα χρυσού φλουριού


2 σχόλια: