καλά είμαι
αλλά
τα βράδια δεν περνούν
τα βράδια είναι ατελείωτα
ακινητοποιημένη σε κρεβάτι
ένα μεγάλο μωρό
αφήνεται
τώρα στα γηρατειά
σε ξένα χέρια
την φροντίζουν
την πλένουν
κοιτά το θολό ταβάνι
τους τοίχους με τα άσχετα κάδρα
την πιέζουν
την πλησιάζουν
την πλακώνουν
σε όλη της την ζωή
δούλευε έξω
στους κήπους
στα χωράφια
με κρύο παγωνιά
καύσωνες αέρηδες
σκυφτή
πάλευε με την σκληρή
άπονη αγαπημένη γη
φρόντιζε
τα ζώα
τις συντρόφισσες αγελάδες
τις φλύαρες κότες
παιδιά άντρα
από το χάραμα
προϋπαντούσε την αυγή
ρόδινη κατσούφα
σκοτεινή
κατευόδωνε
τον κυκλοθυμικό ήλιο
ακούραστη ακάματη
δεν ήξερε σχόλη
αργία
τα ροδοκόκκινα μάγουλα
κιτρίνισαν
το λείο στιλπνό δέρμα
μαράζωσε
το στητό λυγερό κορμί
λύγισε
δεν σταμάτησε
συνέχισε
να δουλεύει
τα Κολχόζ την ακολούθησαν
σε αυτήν την ελώδη περιοχή
τα κοντσέρτα που άκουσε
ήταν
τα ασταμάτητα κοάσματα
από τα φορφάκας
στον σκοτεινό αύλακα
την συντρόφευαν
τα αμέτρητα
αιμοδιψή κουνούπια
η μεγάλη κοιλιά της
ακουμπούσε
στα φυτά
και τα μωρά
μέσα της
μύριζαν
το βρεγμένο χώμα
τα ισχυρά φυτοφάρμακα
τα άνθη του βαμβακιού
το καλαμπόκι
δουλειά δουλειά
ελάχιστα διαλείμματα
οδυνηροί θάνατοι
ίσως δεν ήξερε
τι χρώμα έχει ο ουρανός
τώρα κοιτά
γύρω της
το βλέμμα ψηλά
το άγνωστο τοπίο
τις λίγες αχτίδες
που ορμούν
από τις κλειστές κουρτίνες
η μυρωδιά από τις κοπριές
τα ζώα
από τα χωράφια εξαφανίστηκαν
απολυμαντικά ανθίζουν
πάστρα
πρέπει να είναι ευχαριστημένη
απόφυγε το γηροκομείο
την φροντίζουν
μόνη σε ένα δωμάτιο
στα στερνά
άχρηστοι απολογισμοί
τι κάνεις
σου χαμογελά
σε αναγνωρίζει
καλά
τα βράδια δεν περνούν
φορφάκα, η: ο βάτραχος /
τα φορφάκας.