14/7/20

Ο πλησίον σου


Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί.

Επιθύμησε αθέλητα τον πλησίον
Η θάλασσα λικνιζόταν ράθυμη
Στολίστηκε με τα ζαφειρένια
Διάφανα πέπλα της
Άνοιγε την δροσερή αγκάλη της
Μορμύριζε απαλά
Ο ζέφυρος σκόρπαγε ανθοπέταλα
Χόρευε ζαλισμένος
Φλερτάροντας ασύστολα
Τα διακριτικά αρμυρίκια
Ο ήλιος παθιασμένος
Φωτιά και λάβρα
Θέρμαινε αλύπητα
Έκαιγε 
Τα ράθυμα χλωμά σώματα
Αθέλητες φωτιές
Ξεσπούσαν
Μια παραπονεμένη επιθυμία
Σιγανή διακριτική
Αργοσάλεψε αναδύθηκε
Απλώθηκε
Ανήμπορη ισχυρή
Δειλή θαρραλέα
Επίμονη
Βαρυπενθούσα ήδη εν τη γενέσει
Ο άνδρας ώριμος ωραίος
Μελαχρινός
Ήρεμη σίγουρη φωνή
Καλοδεχούμενη
Τρυφερά έγερνε
Φρόντιζε το ανήμπορο ταίρι του
Η αγάπη η στοργή
Φανερή απλή σεμνή
Άρωμα γλυκιάς άνοιξης
Τίποτα επιδεικτικό
Τίποτα περιττό
Ήθελε το χέρι
Να αδράξει  το άπιαστο όνειρο
Να το κάνει δικός της
Τα σφικτό στόμα  να μιλήσει
Απλά ανθρώπινα
Τα σώματα να ανταμώσουν
Να μάθει τι κρύβει στην ψυχή του
Καλός και αγαθός
Της εφάνη
Έδιωχνε μακριά την αρχή της αβεβαιότητας
Τα σκοτεινά παρασκήνια
She wishes να τον έχει στην empty ζωή της
Επιθύμησε τον πλησίον
Που ποτέ δεν θα είχε
Συνέχισε να ατενίζει σιωπηλά
Την θάλασσα που όλο
κάτι της μουρμούριζε
την καλούσε στην αγκαλιά της
γεμάτη από τα πάθια και τους καημούς
του μάταιου κόσμου
να την αγκαλιάσει τρυφερά
να πιει να εξαφανίσει
το πικρό μοναχικό δάκρυ
δραπέτη που κυλούσε  αργά
στα πυρωμένα μάγουλα
 


 Λέρος 8-2017









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου