18/7/20

χόχορος


Όταν η φύση ησυχάζει
Ο ήλιος κουρασμένος
αποσύρεται
μοναχικές υπάρξεις
εμφανίζονται
μακριά από τα φώτα
κρύβουν την μοναξιά τους
η σπλαχνική νύχτα
καλύπτει ντροπή
αμηχανία φόβο
αποφεύγουν τα αδιάφορα βλέμματα
τα πικρά σχόλια
αταίριαστοι στην πόλη
στις γιορτές στις συναθροίσεις
ήσυχη η μικρή γλαύκα
ξαπόσταινε τα νεαρά φτερά της
το τρυφερό κορμί της
την λευκή ψυχή
στα παλιά καλώδια
το σύμβολο σοφίας
Αθηνά η νυκτία 
κατατρεγμένο
προάγγελος θανάτου
Στρίγξ φοβερός
σπαραχτικές κραυγές
σε σπασμένα κεραμίδια
στο αδιαπέραστο σκοτάδι
φόβος προλήψεις
την περιτριγυρίζουν
αλλά ο μικρούλης χόχορος[1]
ανέγγιχτος ακόμα
από την ανοησία
του κόσμου
κοίταξε σοβαρά
τολμηρά την κάμερα
και άρχισε να μιλάει
ήρεμα χαλαρά άηχα
κοιτώντας με κατάματα
θέλοντας να μεταγγίσει
όλη την προγονική σοφία
να δώσει συμβουλές
παρηγορία
να πείσει
άρρητη η απάντηση
τα μάτια μίλησαν
αποχαιρέτισαν
τον καλό ευφρόσυνο νεανία
 


[1] χόχορος =κουκουβάγια, επίθετ. αδρανής, συνεσταλμένος, άτολμος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου