22/7/20

Ζητίον


Ζητίον [1]
Αγχωμένος ο αλλοδαπός μικροπωλητής
Τριγύρναγε στην πλατεία
Με τους λιγοστούς πρωινούς θαμώνες
Συναντούσε την αδιαφορία
Την δυσφορία
την αδιάκοπη εσωτερική
και εξωτερική δυσαρέσκεια
Πέρναγε ξαναπέρναγε
Αναζητώντας μία μικρή δίοδο
στα απόρθητα τείχη
Για να δώσει την σκληρή μάχη του
Επέμενε κλαψούριζε
Ζήταγε έστω είκοσι λεπτά
Μόνο είκοσι λεπτά
Κουνώντας ανεπαίσθητα
την αμφίβολη πραγμάτεια του
Τα βλέμματα κλειστά  
Τα πρόσωπα παγωμένα
Συνέχιζαν οι κουβέντες
Με αμηχανία
Ωσάν να μην υπήρχε
Ο χίμαιρα πεζιρκιάνος[2]
Μουρμούριζε συνεχώς
Διαρκώς ο ζητιάνος του Καρκαβίτσα
Τριγύριζε και αυτός
Στο μυαλό
Το ύφος του οι κρυφές σκέψεις
Η προσφυγιά η φτώχια
Επιπλέον και οι συνηθισμένες φιλολογίες
Δεν μπορούμε να απολαύσουμε την έξοδό μας
Γιατί σε μας επειδή είμαστε γυναίκες κτλ
Γνώστης και αυτός της ψυχολογίας
Επέμενε έλεγε τα λυπητερά του
Ίσως αληθινά λόγια
Εκάμθη τελικά ενέδωσε
Στην καλοσύνη
Ξεπέρασε τους προβληματισμούς
Σκεπτόμενη παράλληλα πως θα άγγιζε και
Τα λερά ως είναι φυσικό χέρια
Εν μέσω κορονοϊού
Ένα εικοσαράκι αλιεύθηκε
Ευτυχώς πρώτο
Από το αξιοπρεπές wallet  
Μετά φόβου
Μην τυχόν και αρπαχθεί
Όλο το κομπόδεμα 
Για να είναι όλοι ευχαριστημένοι
Κοινωνικός φόρος
Χριστιανοσύνη
ελεημοσύνη 
Επιτυχής άραγε η διακονια
Ή θεωρήθηκε αμελητέο το ποσόν
Συνεχίσαμε την γεμάτη
αλληλεγγύη κουβέντα 
τακτοποιημένοι
έχοντες ευτυχώς εξασφαλίσει
τον άρτον ημών τον επιούσιο
μετρώντας υποσυνείδητα
τις επιπλέον θερμίδες
που καταναλώσαμε
και πως θα σκοτώσουμε
την αειθαλή μοναξιά μας


[1] ζητίον =επαιτεία, ζητιανιά

[2] πεζιρκιάνος =πλανόδιος έμπορος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου