16/7/20

Τουζάχιν


Τουζάχιν [1]
Ύφαινε υπομονετικά
τον ύπουλο ιστό της
Απλώθηκε πελώριος
Δυσκολοδιάκριτος καλλίγραμμος
Δέσποζε στην μέση του
Περήφανη άνασσα
Άνοιξε την τρομερή αγκάλη  της
Ατενίζοντας ήλιο φεγγάρι αστέρια
Τα ακίνητα δέντρα
Περιφρονώντας τους  οδοιπόρους
Ακούγοντας τα λαλίστατα τζιτζίκια
Διαλογιζόμενη   
Το μάταιο και τη χαρά της ζήσης
Περίμενε υπομονετικά
Αγόγγυστα  ο θηρευτής
Μέρες 
Το ανυποψίαστο θύμα του
Τον ζωντανό άρτο τον επιούσιο
Να θρέψει το πεινασμένο κορμί
Ακίνητη ως κοινό άνθος
Αφημένο στην πνοή του αέρα
Ανταμείφθηκε πλέρια
Χαρωπό αθώο ζούζουλο
Αναζητώντας και αυτό
Τροφή




















Ενθουσιασμένο για το όμορφο άνθος
Για την τύχη του
Έτρεξε να γευτεί
Το απατηλό νέκταρ
Αθόρυβα το αγκαλιάζει
Η μαύρη θεά Κάλι 
Σφικτά με όλα
Τα θανατερά χέρια της
Ερωτικό φιλί θανάτου
Δάγκωμα οδυνηρό
Εκκρίνονται τα μεταξένια υγρά
Άοσμα μύρα 
Χρίεται το σώμα που παραδίδεται
Λευκό σάβανο
Αποχαιρετά τον ήλιο
























Τον γαλάζιο ουρανό
Παραδίδεται στην αφομοίωση
Αλαζονική μεγαλόπρεπη
Αργά αργά ήρεμα
Ετοιμάζεται να δειπνήσει
Τα υγρά ανακατεύονται
Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν



[1] τουζάχιν =παγίδα για φόνο ή σύλληψη ζώων


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου