10/4/17

το επιτίμιο



 

Και προσήλθαν προς τον Ιησού χωλοί και τυφλοί μέσα στο ιερό και τους θεράπευσε.
Άφησε τον Ναό και πήγε στην Βιθυνία.
Το πρωί που ξύπνησε ως άνθρωπος επείνασε.
Γυρνώντας στην πόλη






Στην άκρη του δρόμου
Μεγάλωνε η  συκιά
Ο βαρύς ίσκιος της καταφύγιο
Στους διψασμένους
οδοιπόρους του καλοκαιριού
η μυρωδιά της ζάλιζε γλυκά
Ο χειμώνας ήταν βαρύς
Βιάστηκε να βγάλει φύλλα
Να ντύσει τα γυμνά  κλαδιά της
Μουρμούριζαν οι χυμοί,
Ετοιμάζονταν ανυπόμονα να καρπίσουν
Τα πράσινα φύλλα έλαμπαν
Στον πρωινό ήλιο
Κουβέντιαζαν με το αεράκι
 
Την ξεχώρισε από μακριά
Τα πλούσια φύλλα της
Τον γέμισαν ελπίδες
Το ανθρώπινο σώμα
Πονούσε
Με λαχτάρα και ανέλπιδη
ελπίδα πλησίασε
Επιθυμία για γλυκό ώριμο σύκο
Να λιώσει στο στόμα
Να γλυκάνει το αδυσώπητο
αναπόφευκτο μέλλον
κανένας καρπός δεν στόλιζε
τα χλοερά νεαρά φύλλα
άδεια από καρπούς
αργούσε το θέρος
οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα
γνωρίζοντας
οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων.
 
Ήλπιζε στο ανέφικτο
Να αλλάξει την πορεία
Των πραγμάτων
Να αποφύγει την ανώφελη θυσία
Ξεχείλισε ο ανθρώπινος πόνος
Το παράπονο ακυβέρνητο
Ο θυμός για το ζοφερό μέλλον
Η ταπείνωση
Χείμαρρος ορμητικός
Δεν πρόλαβε η καλοσύνη
Η αγάπη
Να κυριαρχήσει
Ασυγκράτητη η κατάρα
Έπεσε με ορμή το επιτίμιο
Της  αθώας ακαρπίας
Στον άφταιγο δέντρο
«Ποτέ πια από εσένα καρπός να μη γίνει στον αιώνα»
τον άπαντα
ξηρνθη παραχρμα άμοιρη συκ
από τους φοβερούς λόγους
μετέβηκαν τα θαλερά φύλλα
εν τόπω χλοερώ,
ένθα και εκείνος μόνος
παντοδύναμος
μέσων παθών
και πλήρους ταπείνωσης
θα όδευε  αναίτια
παραδομένος στην χλεύη
στην κακία των  ανθρώπων
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου