Όπως μου τα είπε
Έστειλε τα παιδιά σχολείο
Ντύθηκε στην πένα
Βάφτηκε όπως θα την έβαφε
Εξειδικευμένος μακιγιέρ
Έτοιμη να ζήσει τη μέρα
Κατηφόρισε προς το
Κρεοπωλείο-ψησταριά
Παρήγγειλε με βαριεστιμάρα
Το μεσημεριανό φαγητό
Σουβλάκια και ξηρά τροφή
Και αφέθηκε στο άνετο καναπέ
Της καφετερίας
Άλλες ομοιοπαθούσες
Ήταν ήδη εκεί
Παρήγγειλε το ξενικό καφέ
Έβγαλε τα ακριβά τσιγάρα
Άρχισε η κουβέντα
Για την άχαρη ζωή
Των άλλων
In the past
Οι γεννέτρες[1]
χωρίς
πλυντήρια πιάτων κτλ
από την ανατολή του ηλίου
μέχρι βραδίας
έτρεχον
άνδρας, τέκνα, πεθερικά,
γονικά, οικιακά,
να μπαλώσει να ξηλώσει
δεν είχον ανάγκη ψυχοθεραπείας
οι σωτήριες παρωπίδες του υμέναιου
κατεύθυναν τον μάταιο βίον
υπήρχον κατά το πλείστον
στόχοι και σκοποί
άμοιρες γαρήδες[2]
μεταβιβάζουν τας ευθύνας
του κοινού βίου
στο έτερον ήμισυ
αγκομαχά και αυτό
να εύρει τον ρόλο του
αναζητώντας το νόημα
της ζήσης
εις τάς ἀχλῦς τοῦ ἀναθρώσκοντος
τιτινίου[3]
από υπερτιμημένη απαγορευμένη
τζίκαρη[4]
αὐτὰρ η ουδεμία,
ἱέμενος καὶ καπνὸν
ἀποθρῴσκοντα
νοῆσαι
ἧς γαίης που ανήκει, θανέειν ἱμείρεται.
κι η καμία εκείνη, λαχταρώντας
και μοναχά καπνό απ᾿
τον τόπο που ανήκει
να ιδεί ν᾿ ανηφορίζει,
ανέλπιδος ποθεί το θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου