Κρυμμένος μες στα έγκατα ο
Άδης,
Θωρούσε τον εαυτό του
ασφαλή,
Η άνοιξη η πλανεύτρα,
Τις ευωδιές της έστειλε
Απλά
Και ανέβλυσαν του Άδη οι
χυμοί,
Το σώμα δεν έβρισκε που να
πέσει,
Σαν να τον κυνηγούν χίλιες
ερινύες σκυθρωπές,
Με άγρια ματιά γύρω κοιτούσε
Με μάτια σφαλιστά την
όμορφη ανεψιά του
λαχταρούσε ο Άδης ο χωρίς καρδιά,
μέσα από τις φωτιές
και τα σκληρά πετρώματα,
άκουγε τον Κέρβερο να
άληκτα
αντί να διαλέγει άμοιρους
υπηκόους
γη που πρασίνιζε,
φούντωνε με άνθη,
τις νύμφες που ξένοιαστα
χοροπηδούσαν,
μέσα σε λιβάδια χλοερά
ύπουλα καραδοκούσε,
η Περσεφόνη, ξυπόλητη,
γυρνούσε
μάζευε άνθη,
στεφάνια έπλεκαν
και τραγουδούσαν,
το ήλιο ατένιζε και
χαιρετούσε,
με τα πουλάκια τιτίβιζαν,
και λαχταρούσαν,
νέους καλούς,
μαζί στα χωράφια
να περπατούσαν,
το αγεράκι απαλό
Αχνογελούσε,
Όμορφα τα φουστάνια
χαϊδολογούσε,
Όλα φούσκωναν,
Και γελούσαν
Την όμορφη ζωή κυνηγούσαν,
Ο έρωτας λαμπρός,
Γη, αέρας, ήλιος, γάργαρα
νερά,
Πολύχρωμα άνθη,
Πλούσια και όμορφα
βυζάκια.
Αυθάδικά τρέμανε,
Και λαχταρούσαν
Με τα αρώματα μεθούσαν
Ρόδα, μενεξέδες, κρόκοι
υάκινθοι
Στρώμα μυρωμένου έρωτα
Κρυφά κεντούσαν,
Τα ροδόχροα κορμιά
προσδοκούσαν
Και ένας νάρκισσος αγνός
Τον ήλιο ταπεινά προσκυνά,
Ντροπαλός έγερνε και την
Νιότη προκαλούσε.
Πατέρας και θείος
συνωμοτούν,
Ακόρεστη λαχτάρα,
Ασυγκράτητη, ο Πλούτωνας
Λαίμαργα κοιτά,
Τα άσπρα πόδια
Που προβάλλουν σεμνά,
Τον νάρκισσο κάνει να
μοσχοβολά
Η Περσεφόνη τρέχει με χαρά
Τον νάρκισσο να κόψει
Στο στήθος της να βάλλει
Να πάψει η καρδιά να
χτυπά,
Έρωτας αγιάτρευτός τρελός
Για ένα λουλούδι του
αγρού,
Ο ουρανός προσκύνησε στην
τόση ομορφιά,
Η γη ταράχθηκε και άρχισε
να κουνά
Γεμάτη αγαλλίαση
Και η θάλασσα μέχρι τα
αβυσσαλέα μύχια της
δόνησε τα αλμυρά νερά της
Τον νάρκισσο να πάρει στα
βαθιά,
Ο Δίας και ο Άδης
Στην Περσεφόνη
Δίνουν τα φτερά
Να κόψει πρώτη τον απατηλό
ανθό,
Τα ακόρεστα σπλάχνα της
ανοίγει η γη,
Ο Πλούτωνας ντυμένος
γαμπρός,
Πάνω στο χρυσό άρμα του ,
Τα μαύρα άλογα βγάζουν από
τα ρουθούνια τους
Καυτό ατμό,
Την ανυποψίαστη Περσεφόνη,
Αρπάζει σαν θεός
Το μόνο που κοιτά είναι το
σώμα του
Που θέλει και πονά,
Κι Περσεφόνη την μάνα της
γυρεύει
Φωνή λυπητερή κραυγάζει
Τον ήλιο που έχασε
γυρεύει,
Την κλείνει σε σκοτεινό
χρυσό κλουβί,
Να ακούει τις βασανισμένες
ψυχές
Αντί για τα αγεράκι και
των πουλιών τις φωνές
Αντί για το ζωοδότη ήλιο
Τις φωτιές από καμένες
ψυχές
Αντί το ταίρι το λαμπρό
Έναν θείο σκοτεινό
But Queen underneath
4-13

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου