Ξενύχτισε η σακούλα
Του super market
Γεμάτη μη ανακυκλώσιμα
Υλικά
Και απομεινάρια τροφής
Στη βεράντα
Φιλοξενήθηκε for a while
Στις παρυφές της κερκόπορτας
as usual, in
a hurry to be on time
καθώς έσκωσα[1]
τη σακούλα
ορώντας με τους ώριμους οφθαλμούς
καλυπτόμενους με ωματογυάλια
ηλίου
διέκρινα
κινητό άτακτο μαυρίζον σμήνος
εργατικών μερμηγκών
αναζητούντων τον άρτον
υμών
no time για επίλυση του ζητήματος
εγκατέλειψα
την εργατική τάξη
να αλωνίζει στο κατάλυμα μου
και όρμησα να αδράξω τη μέρα
από τα σαθρά κέρατα
ενέσπαλα[2]
τους εισβολείς
την απρόσκλητη συντροφιά
παραμέρισα τις νεόφερτες φιάλες νερού
και τις αφημένες σακούλες
εχάθαν τα ευφυή υμενόπτερα
εγκατέλειψαν ταχέως
το πλακωστρωμένο ερημοποιημένο τοπίο
επέστρεψαν αλήγορα[4]
στην κοινωνική
φιλόξενη φωλεά τους
έτοιμα να εκδράμουν πάλι
χωρίς πυξίδες,
χάρτες και GPS
να επικοινωνήσουν κάλλιστα
χωρίς απατηλές λέξεις
να συνεργαστούν με αλληλεγγύη
να συνθλιφθούν από ανάλγητες πατούσες
να δηλητηριαστούν από άνομα αέρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου